- διαστάντων
- διαστά̱ντων , διαστάζωleakfut part act masc/neut gen pl (doric aeolic)διίστημιset apartaor part act masc/neut gen plδιίστημιset apartaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… … Dictionary of Greek